ταὔθ' — ταὐτά , ταὐτός identical neut nom/voc/acc pl ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc/acc dual ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc sg (doric aeolic) ταὐτέ , ταὐτός identical masc voc sg ταὐταί , ταὐτός identical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦθ' — ταῦτα , οὗτος this neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύθ' — ταύτᾱͅ , οὗτος this fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRIAPUS — I. PRIAPUS Liberi patris et Veneris fil. quem superstitiosa antiquitas hortorum praesidem credidit, addo et portuum. Leonidas vetus poeta: Ταῦθ᾿ ὁ Πρίηπος ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ὁ λιμενίτης. De quo vide Voss. de Idol. l. 2. c. 7. et Dempster. ad Rosin … Hofmann J. Lexicon universale
PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… … Hofmann J. Lexicon universale
ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
κατασκεύασμα — το (AM κατασκεύασμα) [κατασκευάζω] 1. καθετί που κατασκευάζεται ή παρασκευάζεται, δημιούργημα, έργο (α. «αυτό το κτήριο είναι δικό του κατασκεύασμα» β. «εἶχεν κεκρυμμένον διάφορον ἢ κατασκεύασμα ἢ ἄλλο τι τῶν πλείονος ἀξίων», Πολ.) 2. επινόημα,… … Dictionary of Greek
συμπείθω — Α [πείθω] 1. πείθω κάποιον εντελώς («μετὰ λόγου καὶ ἀποδείξεως τοὺς ἀνθρώπους συμπείθουσιν», Λυκούργ.) 2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε κάτι 3. μέσ. συμπείθομαι δέχομαι κάτι ως ορθό μαζί με άλλους («εἰ ταῡθ οἱ Φιλίππου μὴ συμπειθήσονται πρέσβεις»,… … Dictionary of Greek
ՕՏԱՐԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 1028 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c ա. մ. ἁλλοτριότατος, παρὰ ταύθ’ alienissimus, praeter haec. Առաւել կամ կարի օտար. անսովոր. աննման. *Բայց գրեթէ օտարագոյնյեղանակաց այսոքիկ: ասի եւ այրն կին ունել, եւ կինն այր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)